Alexandra Zambà ΥΓΡΟΣ ΑΓΩΝΑ-Ή ΣΤΑΓΟΝΑ Ή ΩΚΕΑΝΟΣ- ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ ΣΤΑ ΙΤΑΛΙΚΑ

 

1010452_278645745614260_355348682_n
Mentre chiudo le persiane per la notte vi invio,amici di FB, una poesia del poeta greco Ilias Tsexos / Ηλιας Τσεχος (1952-)

Lotta umida

Sì o No
La vita ripetizione
Non amo le ripetizioni
Il caffè lo bevo amaro
Come amara è la vita
Non fatevi prendere in giro dallo zucchero
Mia madre dice-diceva
«La vita non è amara
E’ solo breve»

dal » Goccia oppure Oceano»di  Ηλίας Τσέχος


ΥΓΡΟΣ ΑΓΩΝΑ
Ή ΣΤΑΓΟΝΑ Ή ΩΚΕΑΝΟΣ

Ναι ή Όχι
Η ζωή επανάληψη
Δεν αγαπώ τις επαναλήψεις
Πίνω τον καφέ πικρό
Όπως πικρή είναι η ζωή
Μη σας γελά η ζάχαρη
Η μάνα μου λέει- έλεγε
» Δεν είναι πικρή η ζωή
Μικρή είναι »

 

Σχολιάζοντας τις τρεις τελευταίες συλλογές του Ηλία Τσέχου: 2011 – 2013, γράφει ο Αχιλλέας Κατσαρός

τστστσ

 

Στην περίπτωση του Ηλία Τσέχου το βιογραφικό συνάδει με το χαρακτήρα. Χορευτής 10 χρόνια στη Δώρα Στράτου. Ταινίες με Κούνδουρο, Τζεφιρέλι, Αγγελόπουλο κλπ… Μελοποιημένα και μεταφρασμένα ποιήματα. 2 ντοκιμαντέρ για τη ζωή του. Ποιητικό έργο από το 1978. Έχω τρία βιβλία μπροστά μου. Ή σταγόνα ή ωκεανός 2011. Νόμοι Αφιερώσεων 2012. Τα πλήθη του ενός 2013.

b161389

Ή σταγόνα ή ωκεανός.2011

Στο ποίημα « Γλυκό του κουταλιού » το μαχαίρι μπαίνει βαθιά στη γλώσσα ερευνώντας την δυναμική της ποίησης. Είναι εκείνο το θεωρία – πράξη. Θεωρία η πραγματικότητα και πράξη η ποίηση. Αυτό αναζητεί εδώ ο ποιητής. Πόση δύναμη κρύβει αυτή η πράξη, ώστε να γίνει… πείτε το εσείς… σε 10 στίχους 3 επίπεδα : α)ποίηση ζυγός β) πικρή στη χάρη γλυκό κουταλιού στην αυλή γ ) βάλτος του μέλλοντος δίχως κουνούπια.

Στο ποίημα « Παιώνιες Κράστες » ένας ολόκληρος κόσμος. Η παιώνια. Βότανα. Βέρμιο. Πάϊκο. Βεργίνα. Πέλλα. Εταίρες. Έρωτες. Τσέχος λυρικός κατ ‘ εμέ με προσωπικά τοπικά σύμβολα εντασσόμενα στο γίγνεσθαι της ελληνικής φωνής του.

Στο ποίημα « Αριστοτέλειες ηχώ » η σχέση επιστήμης και ποίησης. Η κεντρική ιδέα κατ’ εμέ το δίστιχο :

« Οι επιστήμες μας διεκδικούν οι τέχνες μας κερδίζουν
Η ποίηση δεμένος ύπνος παραληρώντας όνειρα».

1ο σπουδαίο ποίημα ο « Λωτός » και το παραθέτω ολόκληρο.

Λωτός

Είπε διαιρώ το μηδέν
Κι εσκορπίσθη στο στερέωμα
Λωτός ανθίζοντας για αρετή
Για αντοχές χρυσάνθεμο
Αφήνοντας αναπνοές στα ίχνη
Το άπειρο μηδέν στα χείλη

Στο ποίημα «Νυμφαίο» σημειώνω τραγικό στοιχείο στους στίχους :
Πλάτανε, θεριεμένε άνδρα
ωφέλιμο τι κρατάμε
με ποια ποιήματα δε θα πεθάνουμε

Στο ποίημα «Η δια καύσεως ταφή» δεν υπάρχει σχήμα άρσης θέσης. Εδώ το δεν είναι δεν. Η άρνηση άρνηση. Η διαφωνία διαφωνία. Συνοψίζονται όλα όσα δεν συνιστούν ποίηση. Και στο ποίημα «Στο δάσος όμορφα πάλι» επιλέγω τον στίχο :

Η διαιώνιση του είδους εκατονταπλασιά τα λάθη μας

Ιδιαίτερη μνεία στο Ποντιακό και λόγω της διαλέκτου και λόγω της ιδιαίτερης σημασίας του Πόντιος από τα χαζοχαρούμενα ανέκδοτα που και τις χαζοταινίες του 80 μέχρι τη σύνδεση εκ βαθυτάτων με τον Ελληνισμό. Τίτλος «Παρχάρε σο Βέρμιον» και στίχος αίμα ο ακόλουθος :

Μάνα
Ήρθε κανείς εδώ ψηλά
να πει το ποίημα ;

Στο ποίημα «Παρχάρε» συνεχίζεται η διερεύνηση της ουσίας της έννοιας Ποίηση. Στίχος κλειδί :

Ποιοι νόμοι σ’ αθωώνουν ποίηση ;

2ο σπουδαίο ποίημα και το παραθέτω ολόκληρο «Στα Κάστρα».

Στα Κάστρα

Μνήμη καθώς κυκλοφορείς
Δέκα αλυκές
Δέκα αρμυρά μαντάτα
Φύλαξέ με απ’ ό, τι αγαπώ
Απ’ τους ρευματισμούς και τις ανθολογίες
Πηλίκους δίχως διαιρέσεις
Να ζήσεις να γεράσεις
Φύλαξέ με

Στο ποίημα «Κόμβοι» η σχέση Χρόνου και Ποίησης ή Ποιητή. Στίχοι:

Λοιπόν ξημερώνει και
Δεν τα έχεις όλα χρόνε
Κι ακόμα δεν σ’ αγάπησα
Ούτε θα μ’ αγαπήσεις.

Στο ποίημα «Πανσέληνος θεωρία» το πρωτογενές υλικό της ποίησης. Οι λέξεις. Στίχοι:

Το βιβλίο μοναχό.
Ουδείς μα ουδείς
Θεμέλια ρίχνει στις λέξεις.

Το ποίημα όμως που ξεχωρίζω ως ποίημα σχολείου όπως συνηθίζω να λέω είναι το «Ημιτελικός μιας μπαλάντας». Κλείνω με την αναφορά 3 χαικού για το Δ. Σολωμό. Το κρατάω διότι είναι ζήτημα ο Σολωμός, ίσως η Παράδοση εν γένει, για τον Ηλία Τσέχο.

***

b179825
Νόμοι Αφιερώσεων 2012

Το πρώτο ποίημα εδώ δείχνει τη σύνδεση σε όλα τα επίπεδα με την προηγούμενη συλλογή. Θα υπάρξει μια διαφοροποίηση ως προς τη θεματολογία και θα τονίσω σε ποιο σημείο. Στο ποίημα «Αι Γιάννης» αφιερωμένο στον Κ.Π.Καβάφη σημειώνω :

Είναι δυστυχία το μέλλον να μην έχει παρόν
Και να χρωστάς την ψυχή σου

Στο ποίημα «Δεν έχεις τύχη διάβαινε» ο επίλογος τραγικός.

Πότε ζήσαμε Ζωή/ Πότε πεθάναμε!

Η πραγματικότητα και η ποίηση στο ποίημα «Ένας δήμος Ελλήνων 40 50 χιλιάδες».

Οι άλλοι Έλληνες;
Ξενιτεμένα ψίχουλα
Ελαφοβοσκημένοι
Παίρνοντας οματιών
Ψωμί, παιδεία, αηδία.

Εξαιρετικά τα ποιήματα «Ελάτε ποιητές» και «Τσαλακωμένοι θεατές». Στο ποίημα «Ελλαδικοί χοροί και κοστούμια» ήχος δυνατός :

Χόρευαν σπουδαία οι Έλληνες
Τα ωραιότερα λάθη φορώντας

Δυνατά ποιήματα τόσο το «Αχ Ποίηση» όσο και «Η γεωργία του πένθους». Το 1ο ως αναφορά στην Ευγενία Καβαλάρη, το 2ο στον Κώστα Καρυωτάκη. Δυνατό και το ποίημα «Όνειρα βοτάνων». Το ποίημα «Ο πρίγκιπας της ΕΤ1 1995» είναι προφητικό και επίκαιρο. Δυνατό ποίημα και το «Πρωινή πορεία ονείρων». Κρατώ εδώ ως τελευταίο σχόλιο το ακόλουθο. Μετά τη διερεύνηση της ποίησης και της πραγματικότητας είναι φυσικό και αναπότρεπτο να επιστρέψει στο όνειρο ο ποιητής. Και να διαπιστώσει την ακριβή σχέση ονείρου και πραγματικότητας. Τα ποιήματα μετά το «Ελλαδικοί χοροί και κουστούμια» κινούνται σ’ αυτό το πνεύμα.

**

exofyllo-tsexos-web
Τα πλήθη του ενός 2013

Θα έπρεπε να έχω τονίσει ότι από το 1978 και την 1η του ποιητική συλλογή μέχρι και το 1988 ο Ηλίας Τσέχος έχει 7 ποιητικές συλλογές, όλες εξαντλημένες. Αξιοπρόσεχτη είναι επίσης η σιωπή 23 ετών. 1988- 2011 για να έχουμε την 8η συλλογή. Πάω κατευθείαν στο ποίημα «Αμαρτίες ενός ποιήματος στο FB».Στίχοι :

Μάταια δεν αγάπησα
Δεν χάρηκα ποτέ την λύπη
Νεκρά τα πλήθη πέρασα
Κοινοποιήστε

Να τονίσω εδώ 2 πράγματα. Πρώτον αυτό σημαίνει παρακολουθείς πραγματικότητα και δεν έχεις ηλικία. Γράφει για το facebook γιατί είναι μέρος της ζωής μας πια. Ο τοίχος μας. Το σπίτι μας. Το δεύτερο. Θα μου επιτρέψετε να κάνω κάποιες σκέψεις επ’ αυτού προς το τέλος για να μη δείξουν εδώ εμβόλιμες.
3 δυνατά ποιήματα στη σειρά. Όσκαρ Ουάιλντ. Κίνητρα. Νόστιμα πλήττω.
Το «Λύεται τ’ αχούλι μ’» το πρώτο σπουδαίο της συλλογής. Στίχοι:

Ακούω τη Χαρίκλεια Φωτιάδη
Μάνα Κ.Π.Καβάφη
Αμόν μωρόν ακόμαν κλαίει, ας εδοξάστεν

Ο Καβάφης κλαίει. Ναι ο άτιμος. Θα έκλαιγε ακόμα και μπροστά μας. Τόσο άνδρας ήταν. Και μετά θα έπαιρνε τα δάκρυά του, θα τα έκανε γροθιές, γιατί θα του είχαμε αφαιρέσει τα χέρια (τα αγαπάμε τα είδωλα αλλά δε θέλουμε και να γράφουν, και σήμερα).Θα τα έκανε γροθιές λοιπόν για να μας χτυπήσει εκεί που πονάμε. Στο φιλότιμο. Κλασσική σκηνή τραγικού γουέστερν. Μπα, θα χτύπαγε κατευθείαν στο πρόσωπο να μας βγάλει δυο τρία δόντια. Μήπως και μας θυμώσει και πράξουμε.
Το «Ανάγκες πολεοδομίας» σπουδαίο ποίημα. Διαβάζει σωστά Πλάτωνος Πολιτεία. Στο ποίημα «Μετανάστες» στίχοι :

Ως ένας σάπιος Έλληνας
Που θα σαπίσει κι άλλο
Μετανάστης

Και το «Πτωχοί ουρανίσκοι» δυνατό ποίημα. Αυτό που ξεχωρίζω όμως από «Τα πλήθη του ενός» είναι το «Διάρκεια στην ποίηση». Η ουσία του τραγικού είναι ακριβώς αυτή όπως διατυπώνεται στο συγκεκριμένο ποίημα. δεύτερο ποίημα που ξεχωρίζω είναι το «Ο τάφος της χαράς πάντα περιμένει».

Γιαννακοχωρίτη, είθε να έχεις υγεία, διότι η σκέψη σου δεν είναι κωλο- γερίστικη ( το δείχνουν και τα υστερνά τα ηλεκτρονικά φατσοβιβλίου το ανάγνωσμα). Ανέφερα προηγουμένως λέξη κλειδί το ποίημα «Αμαρτίες ενός ποιήματος στο FB». Ρήμα «Κοινοποιήστε». Να μου επιτραπούν εδώ ορισμένες γενικότερες σκέψεις. Το φατσοβιβλίο καλώς ή κακώς είναι μια πραγματικότητα. Όλοι συμφωνούμε ή φαίνεται να συμφωνούμε ως προς τον τρόπο χρήσης του, αν γίνεται για καλούς σκοπούς ή κακούς. Θα γίνω κακός. Συνειδητά. Αυτό που κατηγορούμε και το παίζουμε ηθικοί είναι η κιλότα ανάποδα να μη το πω πιο χυδαία. Μας δίνεται ένα εκπληκτικό μέσο για να υπάρχει άμεση δημοκρατία, άμεση πράξη/ κινητοποίηση για το δράμα του διπλανού μας που είναι και δικό μας δράμα κι εμείς το παίζουμε όμορφος κόσμος ηθικά αγγελικά πλασμένος.
Τι κάνουμε ; Κοιτάμε τα μπούτια. Του κοτόπουλου. Μη τσιμπάτε. Ωραία είναι τα μπούτια δε λέω αλλά στην πρώτη προβολή της ταινίας «Οι ποιητές» δεν είδα κανέναν θεατή. Προτίμησαν να κάνουν καμάκι στη Γαλλίδα με σουβλάκι. Κι ένας που τόλμησε να δοκιμάσει να μπει, οι ποιητές πετάχτηκαν έξω από την ταινία λέγοντας… Τι θέλετε εδώ ; Σε χώρο υψηλής διανόησης ; Τι εγκέφαλο έχετε; Τρώτε σαλιγκάρια; Κι άλλες τέτοιες περίεργες ερωτήσεις. Τρόμαξε ο άνθρωπος. Αυτοί είναι χειρότεροι από τους ψυχολόγους είπε. Θα μου αφήσουν τραύματα. Να μου λείπει. Τόλμησε και μια γυναίκα και την πήραν στο κυνήγι. Όχι, όχι, δε θέλουμε άλλους έρωτες κ.Δ……..
Μόλις τα πράγματα ηρέμησαν και η ζωή βρήκε τον κανονικό της ρυθμό και οι ποιητές τον εαυτό τους άρχισαν να προσέρχονται άνθρωποι. Και μια ερώτηση κυριαρχούσε.

Μαχαίρια να μπήξουμε στα ερείπια μας έχετε ;

Μέχρι τότε η ταινία παιζόταν μόνο για νεκρούς. Το έλεγε στα ψιλά γράμματα. Οι ζωντανοί out.

 

ΗΛΙΑΣ ΤΣΕΧΟΣ – «ΕΠΙΣΤΟΛΗ ΣΤΟΝ Κ. Π. ΚΑΒΑΦΗ»

Image

Αξιότιμε Κ. Π. Καβάφη

Έρχομαι με την παρούσα τούτη επιστολήν, να ανταμώσουμε το ποίημά σας ‘ΠΑΡΘΕΝ’…Ενθυμείσθε; Εγράφη Μάρτιον 1921, εν έτος προ της καταστροφής της Σμύρνης και του Ελληνισμού του Πόντου. Να σας ενημερώσω πως το ανέγνωσα εις κόσμον πολύν, φορτωμένον οπώρας, εις γιορτήν Πολιτιστικού Συλλόγου Ροδοχωρίου “ΟΙ ΚΟΜΝΗΝΟΙ’ – ‘ Γιορτή Κερασιού 5 & 6 Ιουλίου 2013’ – με απόλυτον επιτυχίαν, Σάββατον και ώραν βραδυνήν, δροσεράν, ακμαία χορών.
Οι εν ζωή, ημείς, είμεθα ευτυχείς του βλέμματός σας εις τα δημοτικά τραγούδια, ιδιαιτέρως δε διά την στάθμευσή σας εις το ποντιακόν άσμα, που εναποθέτω:
`
Η ΡΩΜΑΝΙΑ ΠΑΡΘΕΝ

Έναν πουλίν, καλόν πουλίν, εβγαίν’ από την Πόλην,
ουδέ ‘ς σ’ αμπέλα ‘κόνεψεν, ουδέ ‘ς σα περιβόλα,
επήγεν και ν’ εκόνεψεν ‘ς σ’ Αγιά Σοφιάς την πόρταν.
Έδειξεν τ’ έναν το φτερόν ‘ς σο αίμαν βουτεμένον.
Και ‘ς σ’ άλλο το φτερόν αθε, χαρτίν βαστά γραμμένον.
Ατό κανείς ‘κι αναγνώθ’, κανείς ‘κι ξέρ’ ντο λέγει,
μηδέ κι ο Πατριάρχης μου με όλους τους παπάδες.
Κι έναν παιδίν, καλόν παιδίν, πάει και αναγνώθει.
Σίτ’ αναγνώθει, σίτα κλαίει, σίτα κρούει την καρδίαν:
Ναϊλλοί εμάς και βάι εμάς, ‘πάρθεν η Ρωμανία.
– Ναϊλλοί εμάς και βάι εμάς οι Τούρκ΄ την Πόλ΄ επαίραν
επαίραν το βασιλοσκάμ΄ κι ελλάεν Αφεντία.
Μοιρολογούν τα εκκλησιάς κλαίγ’νε τα μαναστήρα
κι Αι-Γιάννες ο Χρυσόστομον κλαίει και δερνοκοπάται.
Μη κλαις, μη κλαις, Αγιάννε μου και μη δερνοκοπάσαι
η Ρωμανία ΄πέρασεν η Ρωμανία ΄πάρθεν
Η Ρωμανία αν πέρασεν ανθεί και φέρει κι άλλο.
`
Μη λησμονήσω τας σκέψεις μου, δώσετε πολλούς χαιρετισμούς εις την μητέραν σας Χαρίκλεια Γεωργάκη Φωτιάδη, από τας έρευνάς μου γένος Ποντίων και αναρωτώμαι γιατί εγώ χρησιμοποιώ μίαν μεσοκαθαρεύουσαν οδό γλώσσης, εις ταύτην την επιστολήν. Μάλλον εσείς με οδηγείτε και το ομολογώ, με γοητεύει,
έτσι, από τα ‘ αγράμματά ‘ μου…
Το ποίημά σας
`
ΠΑΡΘΕΝ

Αυτές τες μέρες διάβαζα δημοτικά τραγούδια,
για τα΄ άθλα των κλεφτών και τους πολέμους,
πράγματα συμπαθητικά• δικά μας, Γραικικά.
Διάβαζα και τα πένθιμα για τον χαμό της Πόλης
«Πήραν την Πόλη, πήραν την• πήραν την Σαλονίκη».
Και την Φωνή που εκεί που οι δυο εψέλναν,
«ζερβά ο βασιληάς, δεξιά ο πατριάρχης», ακούσθηκε
κ΄ είπε να πάψουν πια
«πάψτε παπάδες τα χαρτιά και κλείστε τα βαγγέλια»
πήραν την Πόλη, πήραν την• πήραν την Σαλονίκη.

Όμως απ΄ τ΄ άλλα πιο πολύ με άγγιξε το άσμα το Τραπεζούντιον
με την παράξενή του γλώσσα
και με την λύπη των Γραικών των μακρυνών εκείνων
που ίσως όλο πίστευαν που θα σωθούμε ακόμη.
Μα αλοίμονον μοιραίον πουλί «απαί την Πόλην έρται»
με στο «φτερούλιν αθε χαρτίν περιγραμμένον
κι ουδέ στην άμπελον κονεύ΄ μηδέ στο περιβόλι
επήγεν και εκόνεψεν στου κυπαρίσ΄ την ρίζαν».
Οι αρχιερείς δεν δύνανται (ή δεν θέλουν) να διαβάσουν
«Χέρας υιός Γιανίκας έν» αυτός το παίρνει το χαρτί,
και το διαβάζει κι ολοφύρεται… ‘ Σίτ΄ αναγνώθ΄ σίτ΄ ανακλαίγ΄
σίτ΄ ανακρούγ΄ την κάρδιαν.
Ν’ αοιλλή εμάς να βάϊ εμάς η Ρωμανία πάρθεν ‘.

Μετά χαράς, σας γνωρίζω πως πλην εμού, το ποίημά σας έχει αναγνωσθεί
κατά καιρούς από τους:
– Νίκο Γρηγοριάδη, ποιητή, Γ’ ΣΥΜΠΟΣΙΟ ΠΟΙΗΣΗΣ – ΠΑΤΡΑ 1983
– Γ. Π. Σαββίδη, Βικελαία Δημοτική Βιβλιοθήκη Ηρακλείου 1990
– Ιεροκλή Μιχαηλίδη, 8η Συνάντηση Ποντιακών Χορών 2012
– Μιχάλη Πιερή, Ζωγράφειο Λύκειο Κωνσταντινούπολης 2013,
ενώ άλλα ποιήματά σας έχουν αναγνώσει και καταγραφεί εις βινύλιον και cd με
τους Γιάννη Τσαρούχη, Έλλη Λαμπέτη, Κυριάκο Ευθυμίου, Δημήτρη Μαλαβέτα και αδυνατώ ταύτην την στιγμήν να αναφέρω και άλλους, πλείστοι δε είναι οι συνθέται οι οποίοι επιχείρησαν να σας μελοποιήσουν.
Θέλω να σας εκφράσω την ανεκτίμητον αγάπην την οποίαν τρέφω διά το άτομόν σας και το έργο σας, πως όλο και περισσότεροι σας αναγιγνώσκουν, σας μελετούν, σας δικαιώνουν, σας αδικούν, θεωρώ δε, ότι κρατείτε σήμερον την ανάγνωσιν της ποιήσεως εις υπερθετικόν βαθμόν, πως είσθε το ατράνταχτον άλλοθι των μη ποιητών, κακών αναγνωστών, μη κριτικών, αιωνίων φοιτητών και αμελών αποφοίτων,ατόλμων πανεπιστημιακών, περι πολλών τυρβαζόντων φιλολόγων, Αμερικανών,Ασιατών, Ευρωπαίων, και αλοίμονον κατελήξατε πρωινόν, μεσημεριανόν, βραδυνόν, μετ’ οίνου και γλυκών κουταλίου…Ας τους συγχωρέσωμεν… Αν ήσασταν εδώ μαζί μας, θα καθυβρίζατε τους πάντας διά πάσαν νόσον και πάσαν μαλακίαν, θα εβάζατε στόχον να σοκάρετε και ανατρέψετε τας κοινωνικάς τάξεις, βαδίζοντας ολόγυμνος εις την παιδείαν οδόν, ενώ εκτελεσταί σας και δούλοι, θα απαγχόνιζαν έκαστον, ο οποίος θα ετόλμα να αντισταθή των ηρωικά ερωτικών ποιήσεών σας και δη των επιθυμιών σας, αλλά και πάλι τούτοις θα αποφεύγατε, είναι βέβαιον, μου το εψιθυρίσατε εχθές εις τας ποιητικάς περιηγήσεις…
`
Αγαπητέ φίλε Κ. Π. Καβάφη
Λαμβάνει μακράν οδοιπορίαν η επιστολή μου. Τροχοπεδώ, σχολιάζοντας ομού τας παρατηρήσεις μου επί των στίχων, εις το ποίημά σας ΠΑΡΘΕΝ, καθώς ο Στρατής Τσίρκας, ο Γιάννης Ρίτσος, ο Μιχάλης Μερακλής, η Σόνια Ιλίνσκαγια και δεκάδες ερευνητές, μελετητές σας, δεόντως σας χαμογελούν.
`
Τα σχόλια:
1. Επαναλαμβάνετε εις το ποίημα δις ο στίχος “Πήραν την Πόλην πήραν την, πήραν την Σαλονίκη’
2. “με στο «φτερούλιν αθε χαρτίν περιγραμμένον“. Ερωτώντας πολλούς, διαβάζοντας πολλάκις ανθολογίες δημοτικών τραγουδιών, η λέξις “αθε’ είναι άτονη, όπως γνωρίζετε καλώς ότι “ρωτώντας και εις την Πόλιν πάμε’, μετά κόπων και βασάνων καταλήξαμε πως το “α’ κερδίζει τον τόνο, δηλαδή “άθε’ η λέξις
3. “κι ουδέ στην άμπελον κονεύ’ μηδέ στο περιβόλι’. Εμείς οσήμερον λέμε: “κι ουδέ σην άμπελον κονεύ’ μηδέ σο περιβόλιν’
4. “επήγεν και εκόνεψεν στου κυπαρίσ΄ την ρίζαν’. Λέμε “επήεν και εκόνεψεν σου κυπαρίσ’ τη ρίζαν’
5. «Χέρας υιός Γιανίκας έν». Εμείς λέμε “Σέρας υιός Γιανίκας έν’
6. “η Ρωμανία πάρθεν’. Εμείς οσήμερον λέγομε κι ακούμε “η Ρωμανία επάρθεν’.
`
Αναμένω διά της απαντήσεώς σας τυχόν παρατηρήσεις εις τον ταπεινόν, ορεινόν και “απείθαρχον’ σχολιασμόν μου, διατελώντας υμέτερος.
Αιτίαι και αφορμαί διά την επιστολή ταύτην, θέλω να γνωρίζετε, είναι το περιοδικό ‘ΛΥΧΝΑΡΙ’ και ο Μπάμπης Παρασίδης από Αριδαία, ο οποίος μου έβγαλε το ζουμίον να πω ‘ναι’ εις τας επιθέσεις του, δια να καθήσω να σας γράψω.
Θα μας λάβετε με το ‘ΛΥΧΝΑΡΙ’ , τεύχος 4, αφιέρωμα εις εσάς, τον Κ. Π. Καβάφη, φθινόπωρο… Όπερ και εγένετο! Μη λησμονήσετε να απαντήσετε, εσωκλείων νέα ποιήματά σας, για να μας φθονήσουν και πάλι αναγνώσεις…

«Ηλίας Τσέχος, Νόμοι της Μνήμης και του Νόστου» – Γράφει ο Παντελής Τσαλουχίδης

cropped-1002980_295516847260483_1574424940_n1.jpg
Ένα πρωί
ξεχάστηκε ο ήλιος
Ξεθάρρεψαν οι δικαστές και σήκωσαν τα μέτωπα ψηλά
Οι άνθρωποι
θυμήθηκαν τον όρκο τους
και άνοιξαν μια χαραμάδα
στον ουρανό
Θεόκλητος Καρυπίδης Πίνακας (1961)

Αν έψαχνε κανείς μία και μοναδική λέξη να χαρακτηρίσει την ποίηση του Ηλία Τσέχου, πιστεύω ότι αυτή θα ήταν η λέξη «ποταμός». Είναι μια λέξη που συνδυάζεται ποικιλότροπα τόσο με την προσωπικότητα όσο και το έργο του. Σαν ποταμός λοιπόν άλλοτε σταλιά σταλιά, άλλοτε πλημμύρα, φορές χάνεται σε υπόγειες διαδρομές μα ξαναφανερώνεται σε άλλο χρόνο και τόπο, πολύβουος ή σιωπηλός, συχνά μοιάζει ήρεμος και ευθύς αλλά λίγο πιο κάτω γίνεται ορμητικός, γεμάτος απότομα βράχια και καταρράκτες. Ένα πρωτεϊκό στοιχείο χαράζει και ορίζει τη ζωή και τις πράξεις του Ηλία Τσέχου, ένας μικρός ποτάμιος θεός, ίσως ο Δάφνις ποταμός που το όνομά του στην ποντιακή λαλιά κοσμεί την τρίτη συλλογή του ποιητή. Αυτό το στοιχείο- ή στοιχειό – θέλησε κατά τα φαινόμενα να αναδείξει και η δεύτερη ταινία του Ηλία Ιωσηφίδη, όπως τουλάχιστον υποδηλώνει ο τίτλος της: «Ηλίας Τσέχος – ή σταγόνα ή ωκεανός»
Ως σήμερα ο Ηλίας Τσέχος έχει εκδώσει δέκα ποιητικές συλλογές: «Έρημη Αλήθεια», Κέδρος 1978, «Ταγμένα» (Διογένης 1980), «Δάφνε Πόταμε» (Διογένης 1981), «Ανθέμια» Κέδρος 1982), «Τα πάθη που φοράς» (Θεωρία1983), «Φωνές σ’ ένα Μουσείο, Απρόοπτη Ύλη, Μύθοι Σγουροί» (Ηριδανός 1985), «Διώροφο Μέλλον» (Σύγχρονη Εποχή 1988), « Ή Σταγόνα ή Ωκεανός» (Ούτις) 2011, ‘ Νόμοι Αφιερώσεων ‘ 2012 ( Ούτις ), και πρόσφατα’ Τα Πλήθη Του Ενός ‘ ( Κουίντα ) 2013 , στο οποίο , εδώ, δεν αναφέρομαι…

Οι πρώτες επτά μέσα σε μια δεκαετία, 1978-1988. Και έπειτα εκδοτική σιωπή μιας εικοσαετίας και βάλε. Η απάντηση από τον ίδιο σε συνέντευξή του στη Δήμητρα Σμυρνή το Φεβρουάριο του 2010, για την εφημερίδα Επίκαιρα (26-03-2010):’ Πολύ απλά, δε γεννήθηκαν ποιήματα. Το ’88 τέλειωσε η συνεργασία με τη Δώρα Στράτου. Ακολούθησαν συνδικαλιστικοί αγώνες. Υπήρξε μερική δικαίωση από την τότε υπουργό, Μελίνα Μερκούρη. Κούραση. Σταμάτησαν οι διεκδικήσεις. Ανεργία. Έφυγα στην Ελβετία για τρία χρόνια. Δεν έμεινα. Δε φυλακίστηκα στα «χρυσά κλουβιά» της Ευρώπης. Δεν το μετάνιωσα. Πόνος, σκέψεις, καρτερία, μάχες, επιλογές, αποφάσεις. Αυτά τα χρόνια δε μπορούσε να γεννηθεί ποίηση. Έτσι συνέβη’.
Τα παραπάνω μαζί με την υποχρεωτική επιστροφή του ποιητή στη γενέτειρά του και τις υποχρεώσεις που ανέλαβε , συνετέλεσαν ώστε και ο ίδιος να σχολιάσει σε ένα αυτοβιογραφικό του σημείωμα:’ Μ’ αυτά και μ’ εκείνα, με τούτα και τ’ άλλα, έχω να εκδώσω 20 έτη… απίστευτο ‘. Βέβαια η εκδοτική σιωπή δε σημαίνει απαραίτητα και πλήρη ποιητική αφωνία. Η ποιητική πράξη, όπως ομολογεί ο ίδιος ο ποιητής, είναι μια αδήριτη ανάγκη:’ Νομίζω πως πριν αρχίσω να γράφω δεν άκουγα τον εαυτό μου, άκουγα μόνον τους άλλους. Ξαφνικά ένιωσα την ανάγκη ν’ ακούσω τη δική μου φωνή’ . Είναι λοιπόν η ποίηση για τον Ηλία Τσέχο μια διαδικασία αυτογνωσίας και ως τέτοια δεν μπορεί να καταργηθεί , όσο και να πέρασε σε δεύτερη μοίρα για καιρό.

«Σχετικά αργά» θεωρεί ο ποιητής ότι μπήκε στην ποίηση. Μάλλον υπερβολικός γιατί εκδίδει την πρώτη του συλλογή στα εικοσιέξι του χρόνια, με υλικό δύο και πλέον χρόνων. Ωστόσο το πρόβλημα του ήταν άλλο: «Απαίδευτα σχεδόν μπήκα στην ποίηση. Ελάχιστα διαβάσματα. Δεν είμαι ευτυχής γι’ αυτό. Έπρεπε να διανύσω χιλιάδες χιλιόμετρα, για να καλύψω τα κενά. Θεωρούσα πάντα ευτυχείς τους ποιητές των πόλεων, γιατί εκείνοι ήδη είχαν καλύψει τη μισή «γη», ενώ εγώ έπρεπε να ξεκινήσω απ’ την αρχή, για να καλύψω την περίμετρο της «ποιητικής μας γης». Κάλυψα τα κενά. Πολλά διαβάσματα.»

Κανείς δεν αρνιέται ότι τα διαβάσματα μπορούν να χαρίσουν σε έναν λογοτέχνη πόντους εμπειρίας ούτε αμφισβητεί την ποικίλη χρησιμότητά τους. Άλλωστε, τριανταπέντε χρόνια πριν, το χάσμα ανάμεσα σε επαρχία και πρωτεύουσα στην ενημέρωση για τον πολιτισμό (τάσεις και λογοτεχνικά ρεύματα, αναγνώσεις ελλήνων και ξένων ποιητών ήταν τεράστιο – όχι πως σήμερα είναι ασήμαντο). Γίνεται άλλωστε φανερό συγκρίνοντας ποιητές ίδιας γενιάς, όπως η γενιά του ‘70, που κινούνται στην περιφέρεια με εκείνους που ζουν στην Αθήνα. Στην περίπτωση όμως του Ηλία Τσέχου (και σε άλλες παρόμοιες) η «απαιδευσιά» αυτή έχει κάποιες αξιόλογες θετικές όψεις. Ο αυθορμητισμός και η έλλειψη πόζας, στοιχεία του ποιητή που διακρίνουν όλοι οι κριτικοί του έργου του καθώς και η τόλμη στην έκφραση – που εν τέλει δηλώνει και μια άγνοια κινδύνου – δεν θα υπήρχαν ενδεχομένως αν ο ποιητής ήταν πιο «λόγιος» και πιο υποψιασμένος στα ποιητικά.Το ίδιο θα ίσχυε και για τη σχέση του ποιητή με τη δημοτική παράδοση (δημοτικό τραγούδι, ποντιακή παράδοση), επίσης οργανικό στοιχείο της ποίησής του. Φαίνεται λοιπόν πως αν η ανάγκη για έκφραση είναι πηγαία και αυθεντική και υπάρχει και το ταλέντο, ο δρόμος για την ποίηση θα ανοίξει παρά τα όποια εμπόδια.
Με βάση το έτος γέννησης (1952) και το έτος έκδοσης της πρώτης συλλογής (1978) ο Ηλίας Τσέχος ανήκει στη γενιά του ΄70. Λίγα πράγματα όμως μοιάζουν να τον συνδέουν με αυτή: περισσότερο το χιούμορ και η (ήπια) σάτιρα, η ελευθερία στην έκφραση και το ευρύ φάσμα θεματικού υλικού. Λείπουν οι ντόπιες και ξένες λόγιες επιδράσεις , η αμφισβήτηση του κοινωνικού status υπάρχει αλλά διατυπώνεται μάλλον υποτονικά και γενικότερα η κοινωνική κριτική δε μετασχηματίζεται εύκολα σε πολιτική καταγγελία, τουλάχιστον ως τη συλλογή ‘ Ή Σταγόνα Ή Ωκεανός ‘ 2011, ένα σημείο που η ζωή του ποιητή δε συμπίπτει με την ποίησή του.

Εξετάζοντας το σύνολο των συλλογών του Ηλία Τσέχου διακρίνει κανείς ότι στις πρώτες πέντε συλλογές , έως και ‘Τα πάθη που φοράς ‘‘, τα ποιήματα είναι στη συντριπτική πλειοψηφία τους εξαιρετικά ολιγόστιχα και με μορφή επιγράμματος (είναι χαρακτηριστικό ότι εικοσιπέντε ποιήματα συνολικά σε αυτές τις συλλογές τιτλοφορούνται «Επίγραμμα»). Η επιγραμματικότητα και η συντομία εξηγεί το μεγάλο αριθμό ποιημάτων ανά συλλογή: στις τέσσερις πρώτες σαράντα πέντε έως σαράντα εννιά, κάπως λιγότερα στις δύο επόμενες, μόλις εικοσιπέντε στην έβδομη. Λακωνική έκφραση, απλότητα , εξομολογητική διάθεση και ένας αυθόρμητος, από καρδιάς λυρισμός που πραγματικά συγκινεί τον αναγνώστη, είναι τα μέσα του ποιητή που εντόπισε σχεδόν αμέσως με το ξεκίνημά του η κριτική. Ό,τι απασχολεί τον ποιητή είναι ο πυρήνας της κατάστασης ή του γεγονότος και οι άμεσες προεκτάσεις του. Χωρίς περιττά λόγια, με μετρημένους και λειτουργικούς τους επιθετικούς προσδιορισμός, με εύστοχη
επιλογή των ρημάτων

Λευτεριά
μόνο η λέξη σου
λεύτερη είναι
ή
Με λέγαν ποταμό
μα εγώ
στην άκρη της θάλασσας
δεν είχα όνομα
ή
Από τη μία όσα έφτασα
από την άλλη
όσα θέλω

Να σημειώσω πάντως ότι το εγχείρημα αυτό δεν είναι εύκολο. Η μικρή φόρμα, το ελλειπτικό ποίημα, απαιτεί μεγάλη εμπειρία και εκφραστική πειθαρχία, στοιχεία που δε βρίσκει κανείς σε πρωτόλειο ενός ποιητή. Ο κίνδυνος να ξεπέσει η ελλειπτικότητα σε στέρηση και ένδεια είναι πάντα μεγάλος· από την άλλη δυο λέξεις παραπάνω και το ποίημα παραφουσκώνει και χαλά. Το επίτευγμα του Τσέχου είναι πως περιόρισε σημαντικά τις παραπάνω απώλειες τόσο στην πρώτη συλλογή όσο και στις υπόλοιπες. Και γίνεται ακόμη μεγαλύτερο αν σκεφτεί κανείς ότι εκδίδει συνεχόμενα, χρόνο με το χρόνο, και κάθε φορά βελτιώνεται. Παραδείγματα: από τη δεύτερη συλλογή:

Πώς χώρεσε ολάκαιρη μέρα μέσα μου
Πώς χώρεσες ανάμεσά της
από την τρίτη (με τίτλο ‘‘ Δώρα Στράτου “)
Όνειρο δεμένο
Ελληνικά δοσμένο
Όπως το ήθελε
Όπως το θέλει
Ο τόπος αυτός ο τόπος
από την τέταρτη: (με τίτλο «Από τον τάφο των Ανθεμίων»)
Όταν ζεις ένα όνειρο
Ηφαιστίων
Εξακολουθεί να είναι
Όνειρο
και από την πέμπτη:
Το θαρραλέο των βουνών
Και των βυθών η άμμος
Κυρά μου Κυρά μου
Και λόγια μέτρησα και πράξεις

Και σε εκτενέστερα ποιήματα (με εξαίρεση ένα και μόνο δεν ξεπερνούν πάντως τους είκοσι στίχους) τα οποία συνήθως καταγράφουν μια έξαρση συναισθημάτων, υπάρχει ένας συνεχής αγώνας για έλεγχο και συγκράτηση του λόγου, μια προσπάθεια να αποδοθεί η συγκίνηση χωρίς στολίδια και μαλάματα με περίτρανη απόδειξη το αυτοβιογραφικό ποίημα «Απόσπασμα» από όπου αποσπώ τους αρχικούς στίχους:

Έτυχε να’ χαμε αέρα πολύ
Ξερίζωνε τις αμαρτίες και τις μέρες τους
Έκανε τα όνειρα ήχους
Και έδιωχνε μακρυά τις προκηρύξεις

Η συλλογή » Δάφνε πόταμε ‘‘ παίρνει το όνομα της από στίχο του ποντιακού άσματος «Τη Τρίχας το γεφύρ’». Ο ποταμός Δάφνις είναι ενδεχομένως ο Πυξίτης ποταμός και το γεφύρι βρίσκεται στο 18ο χιλιόμετρο Τραπεζούντας – Ερζερούμ.
(Το θέμα του αέρα χρησιμοποιήθηκε πολύ στην κοινωνική ποίηση, όπως πρόσεξε πρώτος ο Μ. Μερακλής εξειδικεύοντας τις παρατηρήσεις του στην ποίηση του Τάσου Λειβαδίτη ( Σύγχρονη Ελληνική Λογοτεχνία 1945-1980. Μέρος πρώτο: Ποίηση, εκδ Πατάκη, Αθήνα,1987, σελ. 225-226). Εδώ έχουμε άλλη μια επιτυχή χρήση του θέματος – δε γνωρίζω ωστόσο αν είχε τότε διαβάσει ο ποιητής Λειβαδίτη και το ‘ Φυσάει στα σταυροδρόμια του κόσμου ‘ 1953 ).
Οι δύο συλλογές που ακολουθούν, ‘ Φωνές σ’ ένα Μουσείο, Απρόοπτη Ύλη, Μύθοι Σγουροί ‘ (Ηριδανός 1985), « Διώροφο Μέλλον » (Σύγχρονη Εποχή 1988), διαφοροποιούνται τόσο στη φόρμα όσο και στην τεχνική. Η πρώτη αποτελείται από τριάντα οκτώ σύντομα τρίστιχα ποιήματα όπου η λογική οργάνωση των νοημάτων έχει αν όχι καταργηθεί, τουλάχιστον υποχωρήσει σημαντικά προς όφελος της ίδιας της φόρμας. Το εξαιρετικά μικρό τους μέγεθος δεν βοηθά τις περισσότερες φορές στην κατανόησή τους·υποψιάζομαι ωστόσο ότι, πέρα από τον δεδομένο πειραματικό τους χαρακτήρα, ο ποιητής προτείνει έμμεσα μια συνεχόμενη ή συγκριτική ανάγνωσή τους. Παράδειγμα:

Σουτάρεις ευκαιρίες
απρόοπτη ύλη
αίμα ταχτοποιείς
και στη συνέχεια:
Χτίζεις ρυθμούς
φιλία
συμβούλους μοναξιάς

Πάντως μια τέτοια εξέλιξη δεν πρέπει να μας ξενίζει, γιατί σε όλες τις συλλογές ο ποιητής πιέζει τη συντακτική δομή της γλώσσας, προσπαθώντας να κερδίσει την αμεσότητα και την καθαρότητα στην καλλιτεχνική έκφραση του βιώματος με οποιοδήποτε συντακτικό -ενίοτε και γραμματικό – τίμημα.
Στη συλλογή ‘‘ Διώροφο Μέλλον’ 1988, το ποίημα αποτελείται πάντα από δύο στροφές, φαινομενικά πεντάστιχες ή εξάστιχες, που όμως θα μπορούσαν να διαβαστούν και ως δύο στίχοι-παράγραφοι. Η πρώτη στροφή του πρώτου ποιήματος:

Μαθαίνω μ΄ αγαπούσες
Χίλια καντήλια ανάβοντας
Σε τετρακόσιες εκκλησιές που περνούσες
Μύριζε λάδι το νησί
Έστω και αν σε θωπεύουν άλλου χέρια
Αμάραντος Αμάραντος
Μαθαίνω δε λησμονήθηκα

Και σε αυτή τη συλλογή, με εξαίρεση το πρώτο και το τελευταίο ποίημα, η λογική ακολουθία διαλύεται καθώς καταγράφονται σχεδόν συνειρμικά σκέψεις και βιώματα και ο κοφτός και σύντομος λόγος εντείνει περισσότερο την αποσπασματικότητα.

Η συλλογή ‘‘ Ή Σταγόνα ή Ωκεανός ‘‘ 2011, έχει βέβαια κάποια κοινά σημεία με τις προηγούμενες, ωστόσο οι διαφορές της είναι πολύ περισσότερες και αντανακλούν το χρόνο – είκοσι τρία χρόνια ! – που την χωρίζει από εκείνες. Αποτελείται από τριάντα εννιά ποιήματα και δεκαοκτώ χαικού. Ο αρχικός τίτλος ήταν «Παιώνιες Κράστας», ‘ Παιόνα Βασιλείες ‘, ένας φόρος τιμής στις όμορφες παιώνιες που στολίζουν την άνοιξη το φαράγγι της Κράστας στο χωριό του ποιητή, το Γιαννακοχώρι, επιλέχθηκε στο τέλος όμως ο τίτλος του ομώνυμου ντοκιμαντέρ του Ηλία Ιωσηφίδη που καταγράφει τη ζωή του ποιητή, όχι όχι… το Ντοκιμανέρ πήρε τον τίτλο της απο ένα στίχο της συλλογής! Το μέγεθος των ποιημάτων ποικίλλει αλλά πολύ σπάνια ξεπερνά τους είκοσι στίχους, συνηθέστερα ανάμεσα δέκα με δεκαπέντε στίχους· η αρχή της συντομίας και λιτότητας τηρείται. Ένα ιδιάζον χαρακτηριστικό είναι οι διπλοί τίτλοι σε πολλά (δεκαοκτώ συνολικά) ποιήματα. Άλλοτε – συνηθέστερα – ο ένας συμπληρώνει νοηματικά τον άλλον

Στις άκριες της στάχτης / Ταξίδια πολλά
ή
Σαν φεγγάρι κάμπου/ Πτώσης Δοτικής
άλλοτε λειτουργούν εναλλακτικά
Στα κάστρα
Να ξέρετε το μέλλον πάντα συγχωρεί
άλλοτε ο δεύτερος τίτλος επεξηγεί ή και επεκτείνει τον πρώτο
Δεν είναι αθώο το αίμα / Σπονδή στη λαδωμένη αλυσίδα
ή
Παιώνιες Κράστας / Παιώνιες βασιλείες Κράστας

Σε κάθε περίπτωση η ποίηση του Ηλία Τσέχου επιδιώκει τη λακωνική σε πρώτη φάση διατύπωση, (οι πρώτες πέντε συλλογές), ελλειπτική στη δεύτερη (η έκτη και έβδομη συλλογή).
Πάντως, παρά τα όποια υπερρεαλιστικά χαρακτηριστικά που διατηρεί και εδώ ο ποιητής, κινείται περισσότερο στο χώρο του συμβολισμού, με κλειστό συχνά και δυσπρόσιτο σύστημα συμβόλων, με την ίδια – συχνά προκλητική – διατάραξη των συντακτικών κανόνων, αλλά με λιγότερη διάθεση για πειραματισμό και με πιο συχνούς τους υψηλούς τόνους, κυρίως όταν το θέμα έχει σχέση με τη φύση ή την ιστορία.

Η νέα συλλογή του Ηλία Τσέχου «Νόμοι Αφιερώσεων» 2012, σήμερα προτελευταία, ένα χρόνο μετά την επιστροφή του στην ποίηση με τη συλλογή «Ή Σταγόνα ή Ωκεανός» (2011), κινείται επίσης περισσότερο στο χώρο του συμβολισμού, συνεχίζει την παράδοση της εσκεμμένης αδιαφορίας για τους συντακτικούς κανόνες , διατηρεί τα ίδια με την προηγούμενη εκφραστικά χαρακτηριστικά και επαληθεύει για πολλοστή φορά το πρωτεϊκό στοιχείο που χαράζει και ορίζει τη ζωή και τις πράξεις του Ηλία Τσέχου, όπως έγραφα παλαιότερα. Τριάντα πέντε ποιήματα και τριάντα έξι χάικου η ποιητική σοδειά. Ανάμεσά τους τρία πεζά ποιήματα, το «Ευγνωμοσύνη ταξιδεύοντας», το «Αγαπημένο μακεδονικό τοπίο» και ο «Μουσικός Δρυμός» αποτελούν την καινοτομία της συλλογής – ο Τσέχος δεν επιχείρη-σε ως τώρα ένα ξεκάθαρα πεζό ποίημα μ’όλο που επανειλημμένα έχει πλησιάσει σε τέτοια επιλογή. Δεν είναι το μόνο αξιοσημείωτο οι δύο συνεχόμενες συλλογές μετά από εκδοτική σιωπή είκοσι δύο χρόνων· είναι πιο πολύ το έντονο ανεβοκατέβασμα της έντασης του ποιητικού λόγου από ποίημα σε ποίημα και η εναλλαγή σύντομων και επιγραμματικών, συχνά ελλειπτικών ποιημάτων (ανάμεσα σε αυτά μονόστιχα, επιγράμματα και χάικου) με εκτενέστερα και πλατύτερα· απαραίτητα τα τελευταία όταν η συναισθηματική ένταση κορυφώνεται και ζητά χώρο να εκφραστεί. Στους «Νόμους Αφιερώσεων» επιπλέον, σε αυτά τα κοινά με την προηγούμενη συλλογή χαρακτηριστικά, προστίθεται ένας δυναμικός και συχνά βίαιος πολιτικός λόγος που δε μένει στον επικαιρικό από το οποίο αφορμάται αλλά επεκτείνεται σε συνολικότερη θεώρηση, πολιτική, κοινωνική, εθνική. Είναι η πρώτη φορά που η ποίηση του Τσέχου εκφέρει ρητά και άμεσα λόγο πολιτικό· έχει λοιπόν ιδιαίτερο βάρος η επιλογή αυτή του ποιητή. Όπως και η επιλογή των αφιερώσεων σε γνωστούς και οικείους που φωτίζει τον τίτλο της συλλογής, Νόμοι Αφιερώσεων. Η αφιέρωση ενός ποιήματος είναι νομίζω η ανάγκη του ποιητή να στείλει ένα προσωπικό, κωδικοποιημένο μήνυμα στον κάθε αποδέκτη της αφιέρωσης, πέρα από τις όποιες προσλαμβάνουσες των υπόλοιπων αναγνωστών. Μένει στους αποδέκτες της αφιέρωσης να προχωρήσουν στην αποκωδικοποίηση. Και όπως πάντα οι καλύτερες, πιστεύω ,στιγμές βρίσκονται στα ελεγεία της μνήμης: μνήμη των φίλων σε μακρινές χώρες ή μακρινούς καιρούς, μνήμη που δεν απαλλοτριώνεται ούτε καταργείται, όποιο κι αν είναι το σήμερα:

Κάθε φορά που αντικρίζω την Πύλη του Αδριανού
Ως σκηνικό θεών, από την οδό Λυσικράτους
Εμπρός μου φανερώνεται ο γαλαξίας Τάκης Βαμβακίδης
Πετώ την σκούφια μου, τα σπλάχνα
Την αρχή της ζωής μου εν Αθήναις 1976
Δεν πήγε άδικα, Ούτε ξενιτειά
`
Και ακόμη σε πιο ελάσσονες τόνους , συχνά με λεξιλόγιο από την ποντιακή διάλεκτο, οι πιο επώδυνες μνήμες για τα οικεία πρόσωπα που πέρασαν στην αντίπερα όχθη της Αχερουσίας:

Μεγάλεψα αδερφάδες
Μαζί σας σώος ταξιδεύω
Η μάνα σε παντοτινό τραγούδι
«Αραύετε με όλ, θ’ αραύετε με
Και ποιο πολλά εσύ πουλίμ»
Ας μην τελείται η λαλία τς, τα παράπονα τς
Ποίος να έλεεν πως μίαν κι άλλο κι αφιλώγα την
Κι αφάζα την κι αλλάζα την και ας γουζεύω
Μάνα! Δος χαιρετίας τον πατέ-ρα μ΄
Ας συ Μπάρας τα χωράφε πέα τον

Μια μόνιμη κατάφαση στη ζωή είναι τα ποιήματα του Ηλία Τσέχου. Στις χαρές και ομορφιές της μα και στις λύπες και στον πόνο της. Το «Αλκοόλ της ποίησης» κατά το ομώνυμο ποίημα συχνά τον μεθά, όμως δεν τον κάνει να ξεχνά ότι:

‘ Τα πιο ωραία πράγματα του κόσμου
Δεν είναι κανενός ‘
Κρίμα ξεκρίμα
Έτσι είναι αδέσποτε Κωστή
‘ Σαν μυστικά δώρων που δεν έζησαν ‘
‘ Εύκολο συναίσθημα το αίμα/ Δύσκολο αίμα το συναίσθημα ‘

Σε τούτο το ποίημα συνευρίσκεται τόσο ειρινικά με στίχους του ομότεχνού του Κώστα Καναβούρη!

Θεματικά τώρα δεν υπάρχουν περιορισμοί. Οποιοδήποτε γεγονός ή σκέψη μπορεί να γίνει ποίημα, αρκεί να αγγίξει συναισθηματικά τον ποιητή. Η καθημερινότητα με τις χαρές και λύπες της, η φιλία και οι ανθρώπινες σχέσεις γενικότερα, ο έρωτας, είναι κάποια από τα θέματα που απασχολούν τον ποιητή. Θα επιμείνω ωστόσο σε τρεις θεματικούς κύκλους : στη φύση, στην παράδοση και στην μνήμη. Η φυσιολατρία του Τσέχου είναι διάχυτη σε ολόκληρο το έργο του και αποτελεί σταθερό σημείο αναφοράς του. Τα λουλούδια, τα δέντρα και οι καρποί, τα βουνά και η θάλασσα, τα τοπία, όλα συμμετέχουν ενεργά σε μια ποίηση που δείχνει οργανικά δεμένη με τη φύση· δεν είναι ούτε φολκλόρ ούτε ρομάντζο, είναι στοιχείο της ταυτότητας του ποιητή. Η μνήμη, ο έρωτας, η νοσταλγία περνούν συχνά μέσα από τοπία:

Oslo ερωτικό
Βόρειο βόρειο να σε χαρώ
Τη νοσταλγία ν’ ατένιζες
Να πνιγες τα φιόρδ

Άρρηκτα δεμένη με τη φύση η ιστορία ενός τόπου, συχνά ξεδιπλώνεται μέσα από τις περιγραφές της φύσης:

Πηγές, νύμφες, ερείπια, γράμματα
Μέγας αρχαιωμένος πλάτανος
Πίνει νερά, απλώνει κλώνους

Η παράδοση πάλι είτε πρόκειται για το δημοτικό τραγούδι, είτε για την εκκλησιαστική παράδοση, είτε για την ποντιακή γλώσσα και παράδοση κάνει συχνά ιδιαίτερα αισθητή την παρουσία της με ποιήματα που ενσωματώνουν στοιχεία της ή και ακόμη με ποιήματα στην ίδια την ποντιακή διάλεκτο (όπως το ‘ Ασόν Πόντον’, ‘ Παρχάρε σο Βέρμιον’. Ειδικότερα για τη σχέση του με τον Πόντο ο ποιητής δήλωσε:
‘ Ο Πόντος είναι η άλλη μου καρδιά, τον κουβαλώ μέσα μου. Σε ώρες ανάγκης, όταν απλώσω το χέρι – και το ΄κανα στην Αθήνα – σε Πόντιο θα το απλώσω και θα βρω ανταπόκριση. Ο Πόντος έχει μια ιερότητα, ένα χαμένο αίμα και μια γλώσσα πολύ σπουδαία. Αν υπάρχει επιγραμματικότητα στη γραφή μου, όπως λένε, οφείλεται στην επιγραμματικότητα της ποντιακής γλώσσας ‘.

Είναι εντυπωσιακό να βλέπει κανείς πως η δημοτική παράδοση μπορούσε, ακόμη και σε εποχές που η δύναμή της είχε σημαντικά υποχωρήσει, να φορτίσει την ποιητική έμπνευση και να υποδείξει εκφραστικά μέσα σε νέους ποιητές, αντισταθμίζοντας τις ανεπαρκείς για τη σύγχρονή τους λογοτεχνία γνώσεις (ένα καλό παράδειγμα θα μπορούσε να είναι αρκετά ποιήματα του Μιχάλη Γκανά).
Η μνήμη τέλος, όπως έχει ήδη φανεί, καλύπτει θεματικά σημαντικό κομμάτι στο συνολικού έργου του ποιητή. Πρόκειται κυρίως για νοσταλγία αγαπημένων προσώπων, συνηθέστερα φίλων ή ερωτικών συντρόφων (φιλία και ανθρώπινες σχέσεις έχουν μεγάλη σημασία για τον ποιητή) αλλά και τόπων που έχει ζήσει λίγο ή πολύ. Πέρα από την ατομική μνήμη ωστόσο αντιπροσωπεύεται και η ιστορική μνήμη. Αν και δε θα χαρακτήριζα κοινωνική την ποίηση του Ηλία Τσέχου, εν τούτοις κάποια από τα καλύτερα ποιήματά του, όπως το «Απόσπασμα» ή το «Μακρόνησος», καταγράφουν και τοποθετούνται απέναντι σε ιστορικά γεγονότα, που είτε γνωρίζει άμεσα ο ποιητής είτε βιώνει τις συνέπειές τους στον στενό του περίγυρο. Να προσθέσω επίσης ότι οι δύο τελευταίες συλλογές του και κυρίως η τελευταία ‘‘ Νόμοι Αφιερώσεων ‘ 2012, δείχνουν ένα αυξανόμενο ενδιαφέρον για τα κοινωνικά και πολιτικά δρώμενα με ιδιαίτερη ένταση, σε ποιήματα όπως «Οι πλατείες» ή «Χρεοκοπία».
Το κακό με την ποίηση είναι ότι έχει κόστος, μεγάλο προσωπικό κόστος. Και δε μιλώ μόνο για το υλικό κόστος -διόλου ασήμαντο πάντως –
αλλά για το ψυχικό. Σε καιρούς που γίνονται όλο και πιο κλειστοφοβικοί, σε καιρούς που οι μάζες λατρεύουν επιχρυσωμένα «ανυποψίαστα μηδενικά», ο ποιητής καλείται να ξεγυμνώσει την ψυχή του, να φθαρεί, να αναλωθεί και να καεί μόνο και μόνο για να χτίσει γέφυρες προς τον Άλλο, μόνο και μόνο από αγάπη για τον Άλλο. Έχει λοιπόν δίκιο ο Ντίνος Χριστιανόπουλος όταν γράφει στο «Εγκαταλείπω την ποίηση»: «… Όμως είμαι άνθρωπος κι εγώ, επιτέλους κουράστηκα, πως το λένε / Κούραση πιο τρομαχτική από την ποίηση υπάρχει ;»
Το καλό στην περίπτωση του Ηλία Τσέχου είναι ότι η εποχή της κούρασης μοιάζει να έχει πια τελειώσει.

 

 

Συνέντευξη ( Α )

ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ ΜΕ ΤΗΝ ΒΑΣΙΛΙΚΗ ΚΑΠΠΑ,12/01/2013 – KOUINTA ART eMagazine
iew&id=3613&Itemid=99″ title=»Συνέντευξη ( Α )»>Συνέντευξη ( Α )

Ο Ηλίας Τσέχος δεν γράφει απλώς ποίηση, αλλά διαθέτει τα χαρακτηριστικά που η μυθολογία αποδίδει στους ποιητές. Εσωστρεφής αν και εκρηκτικός, απόμακρος αλλά ζεστός, μοναχικός και δοτικός είναι ένας καλλιτέχνης με πλούσια βιωματική εμπειρία από τις διαδρομές του στον κόσμο και στην τέχνη. Έχοντας το χορό και την υποκριτική στην προσωπική του βαλίτσα με τα προσόντα, ταξίδεψε ανάμεσα σε ανθρώπους και σε τόπους, ξεκινώντας από την Αθήνα των ιδεολογικών ζυμώσεων της δεκαετίας του 1970 – που στην ψηφιακή εποχή έχουν αφήσει μόνο ένα ονειρικό ίχνος – και φτάνοντας μέχρι την περιπλάνηση του στην Ευρώπη, με πιο περιπετειώδη και αποκλίνουσα την περίοδο που δούλεψε ως χορευτής σε ένα μεγάλο περιοδεύον ευρωπαϊκό τσίρκο.

Εδώ και δώδεκα χρόνια ζει στη γενέτειρα του το Γιαννακοχώρι της Νάουσας. Εκεί ανάμεσα στις κερασιές, τα ορεινά του Βερμίου, το πέτρινο σπίτι και τους ανθρώπους που τον περιβάλλουν ξεκίνησε μια επίμονη προσπάθεια να ιδρύσει μια βιβλιοθήκη. Πρόκειται για έναν ζωντανό οργανισμό που σήμερα αριθμεί χιλιάδες βιβλία και έχει δώσει πνοή στην πνευματική κίνηση της περιοχής δημιουργώντας έναν πνεύμονα βιβλίου.

Ο Ηλίας Τσέχος δεν ησυχάζει. Άλλωστε ο πολιτισμός και η σκέψη δεν έχουν έδρα σε συγκεκριμένο τόπο, πάνε εκεί όπου πάνε οι άνθρωποι που τα υπηρετούν.Πρόσφατα τον γνωρίσαμε και από το ντοκιμαντέρ μεγάλου μήκους του Ηλία Ιωσηφίδη, με θέμα τη ζωή του. Ανάμεσα στα χρώματα του φυσικού τοπίου, τα σκαμμένα πρόσωπα και τη ροή της καθημερινότητας στο Γιαννακοχώρι ήρθε στο φως μια πλευρά που συνήθως δεν έχει κανείς την ευκαιρία να γνωρίσει όταν πρόκειται για ποιητές. Η ποίηση του Ηλία Τσέχου συνδυασμένη με την σκηνοθετική ματιά του Ηλία Ιωσηφίδη άνοιγαν ένα παράθυρο προς έναν χώρο που δεν φαίνεται με την πρώτη ανάγνωση.Σήμερα έχοντας τον Ηλία απέναντι μου ακούω τη φωνή του, πιο οικεία, λιγότερο επιβλητική από την κινηματογραφική, με το ράγισμα που αφήνει πάνω σε μια φωνή η ευγένεια. Φράσεις υποδοχής που ανήκουν στην γλώσσα καταγωγής του – από τον Πόντο – παρεισφρύουν, ενώ η εμμονή στη διατύπωση της φράσης είναι χαρακτηριστική κάθε ποιητή.

Ηλία τι είναι για σένα η ποίηση;tsehos3.jpg

– Πρώτα άρχισα να διαβάζω ποίηση και μετά να γράφω, ενώ συχνά συμβαίνει το αντίστροφο… δεν ξέρω ποιο είναι το καλύτερο, να πω την αλήθεια Εγώ  έτσι μπήκα στην ποίηση, διαβάζοντας. Ζώντας στην περιφέρεια, συμπλήρωνα τις γνώσεις μου έτσι. Ζήλευα λίγο τους ποιητές των πόλεων, αυτοί ήδη είχαν κάνει το γύρο κι εγώ καλούμουν να διανύσω απ’ το μηδέν την ποιητική περίμετρο. Ξεκινώντας να γράφω ποίηση συνειδητοποίησα ότι είναι απίστευτο  πόσο μοναχικά επιδιώκεις να συναντήσεις ένα ολόκληρο πλήθος ψυχών-αναγνωστών. Ακόμη και τώρα γράφοντας, λέμε ποιους θα συναντήσουμε, ποιοι θα μας υποδεχτούν, πώς θα ευοδώσει αυτό που κάνουμε… Ένας ποιητής όμως, ένας δημιουργός,  καλός μάστορας, αθώος, είναι θέμα χρόνου να συναντηθεί με τους αναγνώστες και το κοινό. Η ποίηση λοιπόν είναι όσα δε λέγονται, δεν ακούγονται, ό.τι δεν πράττει, δεν πράττεται, όσα σκοτεινιάζουν το φως. Ποίηση είναι η πιο αθώα επανάληψη ζωής- θανάτου…πέτρα που πίσω έριξες και είσαι εσύ.

Γιατί το σκοτεινιάζουν;

– Για να δώσουμε εμείς την αξία στο φως… αλήθεια γιατί σκοτεινιάζει το φως μας η ποίηση; Γιατί εκεί είναι η αξία της, εκεί κρύβονται οι αξίες μας, ας  μεγαλώνουμε… λέω λοιπόν και πάλι , η ποίηση είναι τουλάχιστον βάλτος του μέλλοντος δίχως κουνούπια, δεμένος ύπνος παραληρώντας όνειρα.

Στο βάθος ακούγεται ανυπόμονο γάβγισμα. «Έχουμε και την Ίρμα», λέει ο Ηλίας.
Ύστερα χαμογελάει σαν να θυμήθηκε κάτι.

– Προχτές ένα παιδάκι, κοριτσάκι εννέα χρονών, που επισκέφτηκε τη βιβλιοθήκη, με ρώτησε με δέος «Γράφετε κανονική ποίηση;» και της απάντησα, τάχα με απορία, «Γιατί ρωτάς; Γράφεις και εσύ ποίηση;» «Ναι γράφω» και απάγγειλε δύο τετράστιχα, τα οποία μάλιστα είχαν λεπτές δυναμικές.
Και της λέω τότε «Και πως το έγραψες αυτό; Σε έβαλε η δασκάλα και το έγραψες κανονικά ή αντικανονικά, κάθισες και το έγραψες μόνη σου;» «Μόνη μου» μου λέει. Και της λέω «Πόσο όμορφο, έχω μια λαχτάρα να δω τα επόμενα ποιήματα σου, είτε είναι κανονικά είτε αντικανονικά γραμμένα… Θα γράψεις;» «Θα γράψω κι άλλα ποιήματα». Ωραίο δώρο στη ψυχή μου…

Ηλία ποιο θα έλεγες πως είναι το νόημα του να καταγράφει ένας ποιητής όσα συλλαμβάνει; Ας θεωρήσουμε, βέβαια, ότι έχουμε το «ορθό» δείγμα ποιητή, αυτόν, δηλαδή, για τον οποίο η σύλληψη της ιδέας προηγείται της ανάγκης του να την αποτυπώσει γραπτώς, και όχι εκείνον που με αλχημείες επιδιώκει να αναγορευθεί ποιητής…

– Αν αγαπώ την ποίηση είναι γιατί δίνει διάρκεια στη σκέψη,. Όταν γράφω αυτό που συλλαμβάνω μένει ως  γραπτό και αποκτά αιωνιότητα το σώμα και το αίμα των λέξεων,  των εννοιών, αποκτά διάρκεια η ζωή στις γεύσεις της, στη γη και  το ύδωρ της, και ο προφορικός λόγος μαρμαρώνει…
Όσο για τους «ανορθόδοξους» ποιητές η μοίρα θα τους συναντήσει αφανίζοντας τους ή εξελίσσοντας τους.

Πώς έρχονται τα ποιήματα στο μυαλό σου;

– (γελάει) Αυτό που μπορώ να πω είναι ότι όπως έρχονται έτσι φεύγουν. Μένει το μεσοδιάστημα  ερχομού και πηγαιμού, εκεί είναι όλος ο κόπος, ο τόπος, εκεί το όραμα, εκεί η εκτέλεση αποστολών και παραλαβής.  Λαμβάνω εναύσματα,  ακούσματα,  είναι από ευωδιές, από μνήμη, από σκέψεις πόθων, πάθους. Έρχονται με συναντούν κι αυτή η συνάντηση ορίζει εξελίξεις  και  αυτές σε αγαπούν, σε θαυμάζουν, θέλουν να καταθέσουν μαζί σου το αίμα τους και το σώμα τους, θέλουν  να γίνουν πλήθος… Η ποίηση έχει αυτόν τον καημό θέλει να γίνει πλήθος. Θέλει να πληθαίνει η  ομορφιά, η  γενναιότητα, η  αθωότητα, η ειρήνη,  ώριμα και δίχως ηλικίες…

Έγραφες από μικρός;

– Όχι, άρχισα γύρω στα δεκαοχτώ με δεκαεννέα, περισσότερο με τόλμη παρά με γνώση, με πολλή δουλειά και από ένα χρονικό σημείο και μετά ταγμένα…

Συνέβη κάτι που σε οδήγησε πρώτη φορά να εκφραστείς γράφοντας;

– (αναρωτιέται) Τι να συνέβη; Στην ουσία ναι, συνέβη. Είπα μια φορά το ναι στην ποίηση και εκεί έμεινα.
Αν χαίρομαι κάτι περισσότερο στην ποίηση είναι που ενώ συνεννοούμαι… δεν συνεννοούμαι μαζί της. Το λατρεύω αυτό, το αγαπάω.

Η ταινία του Ηλία Ιωσηφίδη με θέμα τη ζωή και την ποίηση σου, πως σε επηρέασε;

– Τον ευχαριστώ για το σπουδαίο ταξίδι που μου χάρισε η μαστοριά του, η τόλμη και η διορατικότητα του… Με αφορμή τα γυρίσματα, που διήρκεσαν τέσσερις εποχές, βρέθηκα σε έναν δημιουργικό οργασμό. Ο Ηλίας Ιωσηφίδης είναι ένας από τους δημιουργούς που με εμπνέει. Μέσω της κινηματογραφικής του δουλειάς βρήκα ένα ευρύ κοινό που θα αργούσα να το συναντήσω ή, ίσως, δεν θα το συναντούσα.

tsehos1.jpgΜίλησε μας σχετικά με τη βιβλιοθήκη και τους ανθρώπους που εργάστηκαν γι’ αυτήν

– Για τη βιβλιοθήκη στο Γιαννακοχώρι της Νάουσας! Ήταν αίτημα λίγων ανθρώπων. Γυρίζοντας από την Αθήνα για να φροντίσω τους γονείς μου, μου είπαν «Θα μπορέσουμε να στήσουμε μια βιβλιοθήκη;», «Θα έχετε αντοχές αν ηγηθώ;», «Ναι θα είμαστε κοντά σου.» Έτσι ξεκίνησα.
Έδωσα πρώτος 3000 βιβλία και μετά με επιστολές σε εκδοτικούς οίκους, τράπεζες και ιδιώτες για δωρεές βιβλίων, συνεχίσαμε. Στήθηκε στον δεύτερο όροφο του κοινοτικού καταστήματος Γιαννακοχωρίου, το οποίο αναπλάσαμε από την αρχή.
Οι άνθρωποι του πολιτιστικού συλλόγου Γιαννακοχωρίου εργάστηκαν πολύ για να πετύχει.
Στις 10 Οκτωβρίου του 2009 εγκαινιάστηκε. Ήταν ένας πραγματικός μαραθώνιος γιορτής  βιβλίου. Χαλάλι  τους κόπους
Σήμερα έχει 14300 τόμους, αριθμός βιβλίων θριαμβικός, δεδομένου ότι βιβλιοθήκες με περισσότερο χρόνο ζωής από την ίδρυση τους αριθμούν λιγότερα βιβλία.
 
Ποιος εργάζεται εκεί

– Συντηρείται και. ακμάζει με εθελοντική εργασία, δική μου και ανθρώπων του πολιτιστικού συλλόγου, λειτουργεί και καλοκαίρι και χειμώνα, τρέχει, είναι ζωντανή, ανανεώνεται, κουβαλά αργά αργά το αρχείο Ηλία Τσέχου, το αρχείο Γιαννακοχωρίου και έχει έναν αριθμό έργων ζωγραφικής σε πέτρα του Γιάννη Ρίτσου, χαρισμένα στη σπουδαία φιλία μας, σε μόνιμη έκθεση, την επισκέπτονται σχολεία, σωματεία και ερευνητές, ένα μεγάλο θαύμα στην περιοχή.

Ανταποκρίνεται ο κόσμος στην προσπάθεια αυτή;

Εκείνοι που πρωταγωνιστούν ως αναγνώστες είναι τα παιδιά και αυτό μας δίνει πολύ μεγάλη ικανοποίηση, από δέκα έως δεκαπέντε ετών. Δευτεραγωνιστές στην αναγνωσιμότητα είναι οι γυναίκες, που προτιμούν την πεζογραφία. Ακολουθούν οι άρρενες αναγνώστες που διαλέγουν ιστορία πεζογραφία και ποίηση. Μέσα σε τρία χρόνια λειτουργίας έχουμε φτάσει σε 4000 δανεισμούς, δηλαδή κατά μέσο όρο σε 4 δανεισμούς τη μέρα, σε μια κοινωνία πεντακοσίων ψυχών.

Τι ήταν αυτό που σε ώθησε να ασχοληθείς με κάτι τέτοιο και να δαπανήσεις τόσο χρόνο;

– (γελάει) Αν το ξέραμε θα το κάναμε νομίζεις; Και μάλιστα όλη η προσπάθεια ξεκίνησε, ενώ με πολιορκούσαν συνεχώς λέγοντας «τι θα την κάνουμε τη βιβλιοθήκη και τι τη θες; Θέλουμε αντλίες, θέλουμε αρδευτικά έργα και ασφαλτοστρώσεις χωματόδρομων για να μετακινούνται τα προϊόντα». Εγώ όμως τους έλεγα «Θα στήσουμε την πηγή των βιβλίων και όποιος διψά θα έχει νερό να πιει,  θα έχει να διαβάσει.»
 
Η σχέση σου με τη γνώση ξεκίνησε από την παιδική ηλικία;tsexos4.jpg

– Το λιγότερο.

Θεωρείς ότι με κάποιον τρόπο γεννιόμαστε με κάποια γνώση;

– Μα η γνώση μας γεννά και είναι και η μόνη που μας αντέχει…

Τι άλλο έχεις να πεις για τη βιβλιοθήκη;

– Αυτό που νιώθω τώρα και που βασιλεύει μέσα μου είναι ότι υπάρχει διάχυτη η αίσθηση πως εδώ, σε αυτήν την περιοχή, έχουμε τρομοκρατήσει την αγραμματοσύνη, που αφθονούσε.

Το βιβλίο είναι ταξίδι;

–  Λέω σε ένα ποίημα: Ένα ταξίδι με έφερε, ένα ταξίδι θα με πάρει, ας είναι το βιβλίο. Ποτέ κρυφά δεν έκλαψε.

Ηλία, γιατί δεν εξέδωσες για είκοσι χρόνια;

– (παύση) Μετά το έβδομο βιβλίο «Διώροφο μέλλον» ταξίδεψα με τη Δώρα Στράτου, αλλά ύστερα από το θάνατο της μας ξεθεάτρισαν, έτσι έπρεπε να αναλάβω τα της διαβίωσης μου. Έφυγα, λοιπόν, και πήγα στην Ελβετία.

Και τι έκανες εκεί;

– Εργάστηκα σε ένα τσίρκο όπου παρουσίαζα ένα χορευτικό με θέμα το Ζορμπά.

Αυτό, Ηλία, δεν είναι κάτι που το ακούει κανείς συχνά. Αλήθεια πως ήταν η ζωή στο περιπλανώμενο τσίρκο; Προέκυπταν τα πάθη αλλά και τα μίση που έχουμε δει στις ταινίες;

– Πάρα πολύ δουλειά, ταχύτητα, δεν προλάβαινε να φυτρώσει κακία σε αυτή την μικρή κοινωνία. Ζυρίχη, Γενεύη, Βέρνη, Βασιλεία ένα ατέλειωτο ταξίδι από μέρος σε μέρος. Μεγάλη πειθαρχία. Καινούργια γλώσσα καινούργιες συνήθειες. Ωστόσο έχανα το ρυθμό της ελληνικής γλώσσας, έκανα τρία χρόνια να επανέλθω.

tsehos5.jpgΤο μετάνιωσες;

– Όχι όχι δεν θυμάμαι τίποτα απ’ το χτες, θέλω να είμαι τσαλακωμένος μέσα στην κάθε μέρα του παρόντος, από την ώρα που ξυπνώ, να είμαι ορθός και περισσότερο αθώος.

Ζώντας εδώ και καιρό στην περιφέρεια πιστεύεις Ηλία ή διαπιστώνεις ότι εκεί, ενδεχομένως, παράγεται κάποιο πολύ καλό υλικό το οποίο χάνεται επειδή δεν παράγεται στο κέντρο, ή τελικά το καλό υλικό σπάει τα φράγματα;

– Το καλό υλικό  κάνει κομμάτια τα πάντα, και τα αρνητικά, σήμερα κυρίως που τα ηλεκτρονικά μέσα έχουν μπει σε κάθε σπίτι σε κάθε θρανίο δεν υπάρχει πιθανότητα να κρυφτεί κάτι σπουδαίο, να χαθεί. Ευτυχώς. Απλά η παραγωγή των καλών δημιουργών, που αφθονεί και στην περιφέρεια και στο κέντρο, έχει όλο και λιγότερους αποδέκτες και βέβαια πολύ λιγότερους πιστούς λάτρεις  της τέχνης και του πολιτισμού, διότι η διανομή της καλής τέχνης δυσλειτουργεί απουσιάζει και δεν αναπληρώνει κενά.
(με κοιτάει και χαμογελά αινιγματικά) Τι περίεργη που είναι η συνέντευξη, σαν να ανασταίνει νεκρούς…  

Ακούγεται ο αέρας που λυσσομανά επίμονα. Ίσως να αναρωτιέται κι αυτός πόσες φωνές έχουν χαθεί επειδή βρέθηκαν σε μέρος χωρίς ηλεκτροδότηση και πόσες άλλες ακούστηκαν χωρίς να λένε κάτι.

ΕΙΣΟΔΟΙ ΕΞΟΔΩΝ

Αυτές οι αναγκαίες έξοδοι
Να τυλιχθούν της προσοχής
Μην συμβιβάσουν τα μετρίως

Έχουν ανάγκη ανατάσεων
Χρήζουν μιας ιδιαίτερης αφής
Ανοίγουν υπολογιστές

Αυτές οι αναπτύσσουσες εξόδοι
Λες αναγκαίοι είναι σύνοδοι
Ρουφήχτρες αλεξιπτωτιστών

Μια περιπέτεια σκλαβιά
Βροχή αναγκαίας ξεπίκρας
Προσβεβλημένη στο φιλί

Αυτές οι αιμορραγούσες έξοδοι
Έχουν τη μνήμη έξω απ’ το κατώφλι
Αν δεν προσεχθούν, αργά αργά μας σβήνουν

(Ποίημα που δημοσιεύεται για πρώτη φορά)

 

 

 

Λέξεις Κλειδιά : Γράφει η Βασιλική Κάππα